- θερμαινομένους
- θερμαίνωwarmpres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερμαγωγός — Για σώματα, o καλός αγωγός της θερμότητας, αυτός που επιτρέπει στη θερμότητα να περάσει εύκολα από τη μάζα του (για παράδειγμα τα μέταλλα είναι θ. σώματα). Στις κεντρικές θερμάνσεις θ. δίκτυο λέγεται το δίκτυο σωλήνων με το οποίο διανέμεται η… … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
ζυμαρικά — Παρασκευάσματα από σιμιγδάλι, σκληρά σιτηρά και νερό, τα οποία κόβονται σε διάφορα σχήματα και συνήθως ξεραίνονται προτού μαγειρευτούν σε βραστό νερό. Τα ζ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Οι Αιγύπτιοι και οι Κινέζοι τους έδιναν σχήμα μακριών και … Dictionary of Greek
σελοφάν — Εμπορική ονομασία μιας συνθετικής ρητίνης, η οποία παράγεται από την κυτταρίνη δι’ αντίδρασης με θειούχο άνθρακα σε βασικό περιβάλλον (μέθοδος βισκόζης). Η βισκόζη, αφού πλυθεί, υφίσταται λεύκανση και ακολούθως ο πολτός υφίσταται επεξεργασία σε… … Dictionary of Greek